- μετζοτίντο
- τομέθοδος χάραξης σε μεταλλική πλάκα με συστηματικό και ομοιόμορφο «τρύπημα» ολόκληρης τής επιφάνειας με αμέτρητες μικρές τρύπες, που συγκρατούν το μελάνι και κατά την εκτύπωση παράγουν μεγάλες περιοχές τονικών διαβαθμίσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mezzatinta < mezza (θηλ. τού mezzo* «μισό») + tinta (πιθ. < ιταλ. ή ισπ. tinta tint < όψιμο λατ. tincta «πινελιά από μελάνη» < λατ. tincta, θηλ. τής μτχ. tinctus, -a, -um τού ρήματος tingo «βάφω»].
Dictionary of Greek. 2013.